Saturday, April 07, 2007

Για το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ' Δημοτικού...

ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΑΚΑΚΙΑΣ ΚΟΡΔΟΣΗ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΤ' ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ


Σχετικά με την ιστορία της ΣΤ΄ Δημοτικού
και την αποσιώπηση μεγάλων γεγονότων
όπως η Μικρασιατική Καταστροφή και η θυσία του Μεσολογγίου,
η συγγραφέας Ακακία Κορδόση επέδωσε ανοιχτή επιστολή
στον αντιπρόσωπο της Κυβέρνησης που παρέστη στις Εορτές Εξόδου

«Πριν πω – κι εγώ – λίγα λόγια για το πολυσυζητημένο – και όχι αναίτια – βιβλίο της Ιστορίας της ΣΤ΄ δημοτικού, θάθελα a priori να διευκρινίσω πως αντιπαθώ τις πατριωτικές μεγαλοστομίες κι εξάρσεις. Πιστεύω μάλιστα πως είναι καιρός να ξεπεράσουμε το μεταπολεμικό σύνδρομο και τις κάθε είδους εκφάνσεις του, όπως μαθητικές παρελάσεις και ηχηρά επετειακά λογίδρια.
Αυτό όμως δεν σημαίνει πως συμπαθώ τους οδοστρωτήρες που ισοπεδώνουν τα πάντα, από άχρηστα ερείπια έως αυτοφυή – ή και καλλιεργημένα – λουλούδια. Και το «μοντέρνο» αυτό βιβλίο Ιστορίας είναι ακριβώς ένας οδοστρωτήρας. Ένας οδοστρωτήρας γεγονότων που αποκλείει τα αισθήματα και τις συγκινήσεις που θα μπορούσε να γεννήσει στις παιδικές ψυχές το μέγεθος ή η ποιότητα του κάθε γεγονότος. (Εκτός του ότι η στεγνή και ελλειμματική αφήγηση των γεγονότων αυτών δεν μπορεί να τραβήξει το ενδιαφέρον τους).
Απ’ τα πολλά που θα μπορούσε να καταλογίσει κανείς στο βιβλίο – απ’ τη φιλολογικά αφελή φεμινιστική* ενημέρωση πως «ανάμεσα τους λογοτέχνες του 19ου αιώνα ξεχωρίζει ο Διονύσιος Σολωμός, ο Κωστής Παλαμάς, ο Γεώργιος Βιζυηνός, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και … η Καλλιρρόη Παρρέν» (σελ. 86), ως τηνύπουλη φαλμεραγική επισήμανση της σελίδας 38 : «Οι Έλληνες διαφωτιστές θαυμάζουν τους Αρχαίους Έλληνες τους οποίους θεωρούν προγόνους τους» – θάθελα να σταθώ σε δυο κορυφαία σημεία που ελαφρά τη καρδία ισοπεδώθηκαν : το ένα έχει από πολλούς επισημανθεί, το άλλο σχεδόν καθόλου.

Το πρώτο έχει να κάνει με τον περίφημο «συνωστισμό» στην προκυμαία της Σμύρνης.
Η γενιά η δική μας δεν διδάχτηκε στο σχολείο γι’ αυτή τη μεγάλη σφαγή, γι’ αυτό τον μεγάλο διωγμό των Ελλήνων, που μάθαμε πια μεγάλοι απ’ τους πρόσφυγες ή της απέναντι στεριάς δημιουργούς, τον Βενέζη, τον Μυριβίλη, τον σεφέρη, τη Διδώ Σωτηρίου. Κι όταν ρωτήσαμε αναδρομικά το γιατί είχαμε μείνει στην άγνοια, μας είπαν πως, επειδή τα γεγονότα ήταν σχετικά πρόσφατα και τα μεταεμφυλιακά χρόνια ακόμα πολύ κοντά, δεν ήθελαν ν’ αναμοχλευτούν παθήματα και πάθη της φυλής μας.
Τώρα όμως που τα γεγονότα είναι πια μακριά, πάλι δεν διδάσκονται στα παιδιά, αυτή τη φορά χωρίς – εύλογη κι όχι γελοία – αιτία.
Επίσημα δηλαδή για τους έλληνες μαθητές είναι σαν να μην έγινε κανένας διωγμός καμία σφαγή, τίποτε. Ένας απλός «συνωστισμός» για μια όψιμη κρουαζιέρα.
Και οι πρόσφυγες δημιουργοί είναι σαν να μας διηγήθηκαν μύθους, αποκυήματα της διαταραγμένης φαντασίας τους.
Κι έρχομαι σε μια άλλη σφαγή, σ’ ένα άλλο κορυφαίο γεγονός της νεότερης Ιστορίας μας, που δεν το εξιστόρησαν και ύμνησαν μόνο «μυθομανείς» έλληνες, αλλά όλοι οι μεγάλοι ξένοι δημιουργοί, απ’ τον Ουγκώ και τον Γκαίτε, ως τον Πούσκιν και τον Ντελακρουά, αλλά και οι λαοί της Αμερικής και της Ευρώπης, αφού, όταν έμαθαν το συνταρακτικό γεγονός της Εξόδου, οι εργάτες και οι φοιτητές του Παρισιού κύκλωσαν τη νύχτα τα ανάκτορα του Κεραμικού φωνάζοντας «χάθηκε το Μεσολόγγι», ξύπνησαν με τις κραυγές τους τον βασιλιά και τον ανάγκασαν να βγει στον εξώστη και να υποσχεθεί πως η Γαλλία θα βοηθούσε πια την Ελλάδα.
Γιατί η Έξοδος – αυτό που οι 4 κατασκευαστές και χειριστές του οδοστρωτήρα ονομάζουν «κίνηση» – δεν ήταν απλά μια ηρωική πράξη, ένας ηρωισμός της στιγμής. Ήταν μια ομαδική και προμελετημένη απόφαση 12.000 ανθρώπων να θυσιαστούν. Ανθρώπων πεινασμένων, διψασμένων και στερημένων απ’ τα πάντα εκτός απ’ την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ήταν οι γυναίκες που έκαιγαν τα «σεμνά» κρεβάτια τους και δίναν αφιόνι στα παιδιά τους για να μην κλάψουν κι ακουστούν, ήταν οι άντρες που κοινώνησαν κι είπαν «καλή αντάμωση στον άλλο κόσμο» πριν κάνουν το απονενοημένο διάβημα, ήταν οι γέροι και οι άρρωστοι που έβαλαν φωτιά στις μπαρουταποθήκες και τινάζονταν στον αέρα.
Αυτά λίγο – πολύ είναι γνωστά σ’ όλους εκτός απ’ την περιούσια ομάδα των επιστημόνων χειριστών.
Όταν οι ελάχιστες γυναίκες που επέζησαν (οι άλλες είχαν σφαχτεί ή είχαν σταλεί «δώρο» στο σουλτάνο και στους φίλους του, μαζί με 4.000 ζευγάρια παστωμένα αυτιά) ξαναμπήκαν 3 χρόνια αργότερα στην αφανισμένη πόλη – που ο Πολυζωίδης, πριν ακόμα απ’ την Έξοδο, είχε ονομάσει Ιερή κι έτσι λέγεται μα δεν το αναφέρουν οι χειριστές – γονάτισαν στο χώμα, που επί πολλά χρόνια κάθε που έβρεχε ίδρωνε αίμα (βλ. Ιστορία Γ. Δροσίνη) κι έλεγαν θρηνώντας : «Αχ Μεσολόγγι ! Αχ αίματα που χύσαμε άδικα !». Και λέγαμε εμείς που το διαβάζαμε : «Όχι άδικα, αφού έδειξαν στον κόσμο πως η αξιοπρέπεια είναι απ’ όλους σεβαστή και πως το πνεύμα μπορεί να νικήσει καμιά φορά την ύλη και τη βία».
Όμως δυστυχώς, διαβάζοντας σήμερα το «επιστημονικό» αυτό κατασκεύασμα, με λύπη σκεφτόμαστε πως ναι, τα αίματα εκείνα χύθηκαν δύο φορές άδικα.

Ακακία Κορδόση
Επίτιμη διδάκτωρ Νεοεληνικής Λογοτεχνίας
Πανεπιστημίου Αθηνών