Παρατηρήσεις ΣΜΕΧΑ...
...επί του κατατεθέντος στη Βουλή Σχεδίου Νόμου «Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων (ΤΕΚΕ), ενσωμάτωση των Οδηγιών 2005/14/ΕΚ για την υποχρεωτική ασφάλιση οχημάτων και 2005/68/ΕΚ σχετικά με τις αντασφαλίσεις και λοιπές διατάξεις»
Αθήνα 14 Ιανουαρίου 2009
Α. Εκφράζουμε την ικανοποίηση μας διότι μετά από συζητήσεις και έστω σύντομες διαβουλεύσεις του Συνδέσμου μας με την Τράπεζα της Ελλάδος και τον κύριο Υπουργό τις τελευταίες δύο μέρες, κατετέθη από τον κύριο Υπουργό η τροπολογία, σύμφωνα με την οποία οι ξεχωριστοί τραπεζικοί λογαριασμοί κατάθεσης των χρημάτων της πελατείας των ΕΠΕΥ (και όχι των καταθέσεων ιδίου λογαριασμού των ΕΠΕΥ) εμπίπτουν στις καλυπτόμενες καταθέσεις του ΤΕΚΕ.
Για την αποφυγή όμως οποιασδήποτε παρερμηνείας, αντίθετης με τη λογική και το αποτέλεσμα του πνεύματος και του γράμματος των συζητήσεών μας, θα πρέπει τουλάχιστον στην εισηγητική έκθεση του σχεδίου νόμου να υπάρξει η αναφορά ότι «για τους λογαριασμούς πελατείας των ΕΠΕΥ εφαρμόζονται ρητά τα άρθρα 9 παρ. 5 2ο εδάφιο και 10 παρ. 3 2ο εδάφιο, δηλαδή ότι ως πραγματικοί δικαιούχοι λογίζονται οι επενδυτές, όπως η ταυτότητα αυτών προκύπτει από τα βιβλία και τους λογαριασμούς των ΕΠΕΥ». Αυτό μπορεί να ελεγχθεί ευκολότατα από την εποπτική αρχή, την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Σημειώνεται επίσης ότι η μεταφορά από έναν τραπεζικό λογαριασμό του πελάτη σε άλλο ή το ίδιο υποκατάστημα της ίδιας τράπεζας προς τον ξεχωριστό λογαριασμό πελατών μιας ΕΠΕΥ που τηρείται σε άλλο ή το ίδιο υποκατάστημα της ίδιας τράπεζας γίνεται με αναφορά του ονόματος πελάτη-καταθέτη κατά την αποστολή του εμβάσματος. Για την τράπεζα αυτό δεν έχει καμία σημασία ως προς την ασφάλιση, διότι το ΤΕΚ αντιμετωπίζει ενιαία ως μία ασφάλιση μέχρι 100.000 € πολλαπλούς λογαριασμούς ανά καταθέτη.
Β. Ένα δεύτερο κρίσιμο ζήτημα που ανέκυψε κατά την μελέτη του νομοσχεδίου είναι η μη αποτελεσματική αντιμετώπιση ζητημάτων θεματοφυλακής τίτλων και κάλυψης αυτών από το ΤΕΚΕ. Δεδομένου όμως ότι επίκειται νέα κοινοτική Οδηγία που θα τροποποιεί την υφιστάμενη 1994/19/ΕΟΚ για τα συστήματα εγγυήσεως καταθέσεων, συμφωνήσαμε με την άποψη της Τράπεζας της Ελλάδος ότι το θέμα μπορεί να εξετασθεί και σε επόμενο νομοσχέδιο, σε συνθήκες κανονικής ως προς το χρόνο διαβούλευσης.
Γ. Πέραν των δύο αυτών ζητημάτων, που αναφέρθηκαν παραπάνω, το σχέδιο νόμου που κατετέθη στη Βουλή κρίνεται απαραίτητο καθώς πέραν των άλλων ρυθμίζει την συμμετοχή των πιστωτικών ιδρυμάτων σε σύστημα αποζημίωσης επενδυτών, αντιμετωπίζοντας έτσι ένα χρόνιο ζήτημα, καθώς η κοινοτική επιταγή για υποχρεωτική συμμετοχή και των Πιστωτικών Ιδρυμάτων σε σύστημα αποζημίωσης επενδυτών ως προϋπόθεση για την δυνατότητα παροχής επενδυτικών υπηρεσιών υφίσταται από το 1997, βάσει του άρθρου 2 της Κοινοτικής Οδηγίας 97/9/ΕΚ.
Η επιλογή όμως του νομοθέτη στο συγκεκριμένο νομοσχέδιο να ρυθμίσει το ζήτημα αυτό με βάση το ποιος παρέχει τις επενδυτικές υπηρεσίες επεκτείνοντας τον σκοπό του ΤΕΚ ώστε να περιλάβει και την αποζημίωση για επενδυτικές υπηρεσίες, δεν είναι η καλύτερη δυνατή, καθότι έρχεται σε αντίθεση με την πρόσφατη επιλογή του νομοθέτη στον ν. 3606/2007 που ισχύει από 1/11/07, ο οποίος με βάση το λειτουργικό κριτήριο και σύμφωνα με την κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ αντιμετωπίζει ενιαία τις επενδυτικές υπηρεσίες ανεξαρτήτως του παρόχου αυτών, αναθέτοντας δε την εποπτεία τους στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Με αυτήν την επιλογή του υπό ψήφιση νομοσχεδίου, ο νομοθέτης διασπά τις επενδυτικές υπηρεσίες ανάλογα με τον πάροχο αυτών, διασπώντας και τους παρόχους ανάλογα με τον χρόνο εισόδου στο σύστημα αποζημίωσης για επενδυτικές υπηρεσίες, αφού οι ΕΠΕΥ-μέλη του Χ.Α., συμπεριλαμβανομένων και πιστωτικών ιδρυμάτων-μελών του Χ.Α. αλλά και οι ΕΠΕΥ-μη μέλη συμμετέχουν στο Συνεγγυητικό του ν. 2533/1997, οι οποίες σημειωθήτω από κοινού όλες μαζί (με εξαίρεση τα νεοεισερχόμενα στο ΤΕΚΕ πιστωτικά ιδρύματα) έχουν καταβάλει από το 1997 και εντεύθεν αποζημιώσεις επενδυτών. Η περιγραφή του ποιες υπηρεσίες είναι επενδυτικές είναι ευχερής και αναφέρεται με λεπτομέρειες στον πρόσφατο νόμο 3606/2007 και δεν είναι πια, όπως ίσως παλαιότερα, «δυσδιάκριτες», όπως αναφέρεται στην πρώτη σελίδα της εισηγητικής έκθεσης.
Επιπλέον, με την ρύθμιση αυτή δημιουργούνται άνισοι όροι ανταγωνισμού σε όλη την αγορά των επενδυτικών υπηρεσιών στην Ελλάδα και ειδικότερα στο Ελληνικό Χρηματιστήριο. Η γνώμη που διατύπωσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κατόπιν αιτήματος του ελληνικού Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών αναφορικά με το σχέδιο νόμου (CON/2008/51) είναι μονομερής, που απαντά σε συγκεκριμένο ερώτημα χωρίς εξέταση άλλων παραγόντων, δεδομένου ότι (σε αντίθεση και με την Κεντρική Τράπεζα FED των ΗΠΑ) το κύριο μέλημα του θεσμικού ρόλου της ΕΚΤ είναι η διατήρηση συστημικής σταθερότητας μόνο του τραπεζικού συστήματος, χωρίς εξέταση άλλων χώρων και ο έλεγχος του πληθωρισμού και όχι θέματα ανταγωνισμού, εσωτερικής αγοράς και εν γένει προόδου της ευρωπαϊκής Οικονομίας, για τα οποία αρμόδια όργανα είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και οι εθνικές κυβερνήσεις των κρατών-μελών. Ενδεχομένως δε να ανακύπτουν και ζητήματα αποτελεσματικής προστασίας του επενδυτή. Επιβεβαίωση αυτού του ρόλου της ΕΚΤ είναι και οι προσφάτως διατυπωθείσες απόψεις του νυν Υπουργού της Κυβέρνησης, κ. Σαμαρά.
Η πλέον ενδεδειγμένη επιλογή, κατά την γνώμη μας, θα ήταν η συμμετοχή και των πιστωτικών ιδρυμάτων που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες στο υφιστάμενο Συνεγγυητικό, το οποίο θα εγγυάτο τις επενδυτικές υπηρεσίες εν συνόλω, ανεξαρτήτως παρόχου αυτών. Η άποψη αυτή ενισχύεται από τον πρόσφατο νόμο 3606/2007, αλλά και από την κοινή λογική. Πάντως από τις συζητήσεις προέκυψε ότι ανεξαρτήτως ονόματος όλοι συμφωνούν σε ένα Ταμείο εγγύησης επενδυτικών υπηρεσιών.