Tuesday, May 15, 2007

Για το Υπουργείο Εξωτερικών

Αγαπητοί συνάδελφοι του Δ.Σ. της ΕΔΥ,

σε συνέχεια του σχεδίου του νέου Οργανισμού του ΥΠΕΞ που μας διαβιβάσατε στις 2/4/07, θεωρώ σκόπιμο – εν όψει και της προβλεπομένης εμφανίσεως της ΕΔΥ ενώπιον της αρμόδιας Επιτροπής της Βουλής – να θέσω υπ’ όψιν υμών και των μελών της Ενωσης τις σκέψεις που ακολουθούν:

1) Η κοινοποίηση του σχεδίου του νέου Οργανισμού (σνΟ) στα μέλη της ΕΔΥ έγινε ενώ είναι πλέον επί θύραις η έναρξη (20/4;) της Κοινοβουλευτικής διαδικασίας κυρώσεώς του. Δεδομένου ότι το σνΟ έχει την μορφή κώδικα, το περιθώριο αλλαγών διαγράφεται περιορισμένο και συνοπτική η όλη Kοινοβουλευτική συζήτηση.
Βραχύτατα είναι και τα περιθώρια της όποιας συζήτησης και προβληματισμού για το περιεχόμενο του σνΟ από τα μέλη της ΕΔΥ και ουσιαστικώς αδύνατη η επεξεργασία προτάσεων, τις οποίες θα μπορούσε να λάβει υπ’ όψιν ή ν’ απορρίψει η πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΞ, που έχει και την τελική ευθύνη των επιλογών για την κατάρτιση και κατάθεση του σνΟ.

2) Υπό τις ανωτέρω συνθήκες, προβληματική καθίσταται η εμφάνιση των εκπροσώπων της ΕΔΥ ενώπιον της αρμόδιας Επιτροπής της Βουλής. Δεν υπήρξε δυνατότητα συγκλήσεως του κατά τεκμήριον πλέον αντιπροσωπευτικού οργάνου της Ενωσης (που είναι η Γενική Συνέλευση) ούτε καν εύλογος χρόνος ανταλλαγής απόψεων μεταξύ των μελών για τις διατάξεις του σνΟ. Στην προηγούμενη Γ.Σ. προέκυψαν σαφώς οι ανυπέρβλητες δυσκολίες μιας ουσιαστικής συζήτησης επί τη βάσει μόνον εικασιών και πληροφοριών για το περιεχόμενο του σνΟ.
Εύχομαι, συνεπώς, ενώπιον της Επιτροπής της Βουλής οι εκπρόσωποι της ΕΔΥ να τολμήσουν να εκφράσουν προσωπικές απόψεις, καθώς, πλέον, η μόνη άλλη τους επιλογή είναι η προσυπογραφή των απόψεων της Διοικήσεως. Ωστόσο, αποτελεί πρωταρχικό λόγο ύπαρξης και θεμελιώδες καθήκον της ΕΔΥ να λειτουργεί αντιστικτικά προς την Διοίκηση. Το καθήκον αυτό καθίσταται επιτακτικό υπό την τρέχουσα συγκυρία.
Επισημαίνω ότι η συμμετοχή ορισμένων διπλωματικών υπαλλήλων στην κατάρτιση του σνΟ, (είτε υπό την υπηρεσιακή τους ιδιότητα, είτε ως μελών της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής) δεν θεραπεύει την έλλειψη συλλογικής επεξεργασίας και έκφρασης των απόψεων των Ελλήνων διπλωματών για το καίριο ζήτημα του Οργανισμού του ΥΠΕΞ. Ούτε, ακόμη, η προ διετίας λειτουργία (;;) κάποιας επιτροπής προτάσεων για τον Οργανισμό στο πλαίσιο της ΕΔΥ αναπληρώνει την οφειλόμενη ενημέρωση και την ανάγκη να εκφρασθεί συγκροτημένα η γνώμη της Ενωσης.
Εν τέλει, ο όλος διαδικαστικός χειρισμός του θέματος του νέου Οργανισμού του ΥΠΕΞ, τόσο από την Διοίκηση όσο, όμως, και από την ΕΔΥ, έχουν διαμορφώσει ένα κλίμα παθητικής στάσης των συναδέλφων, μια φοβική λογική, του τύπου «κοίτα την δουλειά σου και άσε τον Οργανισμό». Αυτό το αόρατο αλλά ψηλαφητό κλίμα στοχεύει και η ανά χείρας επιστολή. Γιατί ο Οργανισμός του ΥΠΕΞ αφορά καίρια και άμεσα τους Ελληνες διπλωμάτες, είναι 100% δουλειά τους.

3) Επί της ουσίας του σνΟ, θεωρώ ότι συγκεκριμένες διατάξεις του δημιουργούν ισχυρές επιφυλάξεις για το κατά πόσον συνεισφέρουν στην υλοποίηση της αποστολής και στην βελτίωση της λειτουργίας του ΥΠΕΞ. Και οι δύο αυτές στοχεύσεις (υλοποίηση της αποστολής του ΥΠΕΞ, εύρυθμη λειτουργία του) επηρεάζουν άμεσα και ζωτικά την επαγγελματική μας υπόσταση (το – κατά την άποψη ορισμένων συναδέλφων – «λειτούργημα» που καλούμεθα να ασκήσουμε). Συνεπώς, η υλοποίηση της αποστολής του ΥΠΕΞ και η βελτίωση της λειτουργίας του αποτελούν, σύμφωνα και με το καταστατικό της ΕΔΥ, αντικείμενα νόμιμης και επιβεβλημένης ενασχόλησης των μελών της Ενωσης. Στις παραγράφους που ακολουθούν επιχειρώ μια επί τροχάδην επισήμανση των κατά την γνώμη μου πλέον προβληματικών διατάξεων του σνΟ.

4) Η διατύπωση του άρθρου 1 (Αποστολή του ΥΠΕΞ), σε συνδυασμό με το άρθρο 5 (Αρμοδιότητες του ΥΠΕΞ) δεν αποδίδει την οφειλόμενη συνεισφορά των Ελλήνων διπλωματών στην διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, δηλ. το καθήκον τους να εισηγούνται για την χάραξη και τον σχεδιασμό των αποφάσεων εξωτερικής πολιτικής που λαμβάνει, βεβαίως, η Κυβέρνηση και εγκρίνει η Βουλή.
Το άρθρο 1 περιορίζει την αποστολή του ΥΠΕΞ στην άσκηση μόνο της εξωτερικής πολιτικής, δηλαδή στην εκτέλεση ειλημμένων αποφάσεων, δίχως να προβλέπει ή έστω να υπαινίσσεται ότι και οι διπλωμάτες, ως οι κατά τεκμήριον επαϊοντες, οφείλουν να εισηγούνται τους στόχους, την στρατηγική της εξωτερικής πολιτικής. Τα πολιτικά κόμματα, η Βουλή, η Κυβέρνηση οφείλουν να συζητούν και ν’ αποφασίζουν όχι μόνο στη βάση του πολιτικώς συμφέροντος ή του ιδεολογικώς επιθυμητού αλλά και στην βάση του πολιτικώς εφικτού, στον προσδιορισμό του οποίου η συμβολή της Διπλωματικής Υπηρεσίας του ΥΠΕΞ οφείλει να είναι καίρια.
Αυτός ο εισηγητικός ρόλος του ΥΠΕΞ στην διαμόρφωση της ακολουθητέας εξωτερικής πολιτικής (ο οποίος υφίσταται σε όλες τις προηγμένες δημοκρατίες και εν τοις πράγμασι λειτουργεί κατά καιρούς και εν Ελλάδι) οφείλει να κατοχυρώνεται σαφώς στο θεμελιώδες άρθρο 1, περί «Αποστολής του ΥΠΕΞ». Η έμμεση, χλωμή (και εν στενή εννοία λειτουργούσα) ακροτελεύτια αναφορά της παρ. 2 του άρθρου 5 που αναφέρεται στην δυνατότητα εισηγήσεων για διεθνή πολιτικά και οικονομικά θέματα είναι απολύτως ανεπαρκής.

5) Στο άρθρο 3 του σνΟ προβλέπονται οι εξής επιπρόσθετες νέες θέσεις:
- Αναπληρωτή Υπηρεσιακού Γενικού Γραμματέα
- Γενικού Γραμματέα Ευρωπαϊκών Υποθέσεων
- Γενικού Γραμματέα Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων και Αναπτυξιακής Συνεργασίας (+ 1 «ειδικός σύμβουλος» + 1 «ειδικός συνεργάτης» + 5 θέσεις «επιστημονικού προσωπικού», οι τελευταίοι με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και αορίστου χρόνου)
- Αναπληρωτή Γενικού Γραμματέα Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων και Αναπτυξιακής Συνεργασίας (+ γραφείο συνθέσεως επιπέδου «ειδικών γραμματέων»)
- Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής Γραμματείας Αποδήμου Ελληνισμού (πέραν του Γενικού Διευθυντή της Γραμματείας στην οποία επίσης προβλέπονται 2 «ειδικοί σύμβουλοι», + 2 «ειδικοί συνεργάτες»
- Ειδικός Γραμματέας (μετακλητός οριζόμενος από τον Π/Θ και τον ΥΠΕΞ) Αξιοποίησης Διεθνών Προγραμμάτων.

Συνολικά πρόκειται για 6 νέες θέσεις αξιωματούχων και 7 τουλάχιστον θέσεις ειδικών (πάντοτε) συμβούλων και συνεργατών. Παλαιότερες Κυβερνήσεις είχαν, ορθώς, επικριθεί για το καθεστώς συμβουλοκρατίας και παρα-διπλωματίας που είχαν εγκαθιδρύσει. Το άρθρο 3 του σνΟ επιχειρεί να «θεσμοποιήσει» την παράλληλη αυτή δομή, η οποία ουσιαστικά ανταγωνίζεται την Διπλωματική Υπηρεσία και παρεμβάλλεται ανωφελώς όχι μόνο στο έργο της αλλά και μεταξύ της πολιτικής ηγεσίας και των καθ΄ύλην αρμοδίων φορέων σχεδιασμού και άσκησης της εξωτερικής πολιτικής που είναι οι επαγγελματίες διπλωμάτες.
Ο πολλαπλασιασμός αξιωμάτων που προορίζονται, σύμφωνα με το άρθρο 3 του σνΟ για ανώτατους εν ενεργεία (ή και συνταξιούχους) διπλωματικούς υπαλλήλους, δημιουργεί αλλεπάλληλες ιεραρχικές δομές, μια βαρύτατη δυσκίνητη γραφειοκρατική πυραμίδα. Σε συνδυασμό με τον προβλεπόμενο κατακερματισμό αρμοδιοτήτων (οι οποίες στην ουσία επικαλύπτονται) δημιουργείται σύγχυση, άρα καθιερώνεται στην πράξη το ανεύθυνο πάντων.
Σύμφωνα με το σνΟ, το να είναι κάποιος Πρέσβυς ή Πληρεξούσιος Υπουργός δεν έχει σήμερα καμμία σχέση με τις αρμοδιότητες, τις υποχρεώσεις και, εν τέλει, με την βαρύτητα που είχε ο βαθμός παλαιότερα. «Καπελλώνεται» από επάλληλους πολιτικούς ή υπηρεσιακούς αξιωματούχους, οι οποίοι στην πράξη λειτουργούν – το βλέπουμε ήδη και στην τρέχουσα λειτουργία του ΥΠΕΞ -- ως «φίλτρα» κάθε καινοτόμου εισήγησης ή πρωτοβουλίας. Το αποτέλεσμα είναι ότι για να προχωρήσει ένα χαρτί στην πολιτική ηγεσία υφίσταται βασανιστικούς ελέγχους για την επίτευξη της επιδιωκόμενης ομοιοχρωμίας και καθίσταται εκπρόθεσμο, αν όχι “irrelevant”, από την αναπόφευκτη αργοπορία των εξαντλητικών επαναδιατυπώσεων επί το «διπλωματικότερον». Αφ΄ετέρου, με τις προβλέψεις του άρθρου 3 του σνΟ, οι ίδιοι οι Έλληνες διπλωμάτες θα καταστούν μετ΄ου πολύ irrelevant, καθώς οι ξένοι συνάδελφοί τους θα προτιμούν – όπως ήδη πλείστοι πράττουν- να τους παρακάμπτουν, απευθυνόμενοι κατ΄ευθείαν στον βολικότατο «πολιτικό» αξιωματούχο, με την τεκμαιρόμενη εξουσία λήψης αποφάσεων όσο, συνάμα, με την αμυδρή αντίληψη της ουσίας των θεμάτων.

6) Το άρθρο 18 του σνΟ εγκαθιδρύει «Γραφείο Τύπου Υπουργού Εξωτερικών», αρμόδιο «για την πληροφόρηση των μέσων ενημέρωσης σχετικά με την εν γένει πολιτική δραστηριότητα του Υπουργού Εξωτερικών, την παρακολούθηση και συλλογή ειδήσεων από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης εσωτερικού και εξωτερικού και την ενημέρωση του Υπουργού»
Η εν λόγω καινοτομία προκαλεί εύλογο προβληματισμό καθώς το άρθρο 17 του σνΟ προβλέπει την δημιουργία πολυπληθούς «Υπηρεσίας Ενημέρωσης και Δημόσιας Διπλωματίας», η οποία, μεταξύ πλείστων άλλων, είναι αρμόδια (βλ. παρ. 3β και 3γ) «για τη συγκέντρωση στοιχείων και πληροφοριών από δημοσιεύματα του εξωτερικού τύπου και κάθε μέσου δημοσιότητας τα οποία αναφέρονται στην Ελλάδα και στις διεθνείς εξελίξεις, για την εκτίμηση και προώθησή τους….. καθώς και για την έγκαιρη ενημέρωση των αρμοδίων παραγόντων και φορέων …..για την παρακολούθηση του ημερήσιου και περιοδικού τύπου καθώς και των άλλων ΜΜΕ της χώρας και του εξωτερικού που αναφέρονται σε θέματα αρμοδιότητας του ΥΠΕΞ…..»
Αρα, στο Γραφείο Τύπου η αποκλειστική (και ουσιαστική) αρμοδιότητα που απομένει είναι «η πληροφόρηση των μέσων ενημέρωσης σχετικά με την εν γένει πολιτική δραστηριότητα του Υπουργού Εξωτερικών». Ερώτημα που οφείλει να απασχολήσει την ΕΔΥ είναι κατά πόσον ο νέος θεσμός, ο οποίος ουσιαστικά αποσκοπεί στον εξωραϊσμό της πολιτικής εικόνας του εκάστοτε Υπουργού, συμβάλλει στην αποστολή του Υπουργείου Εξωτερικών, τον προϋπολογισμό του οποίου επιβαρύνει.
Γενικότερα, η ενσωμάτωση στον Κώδικα του Οργανισμού του ΥΠΕΞ των προβλέψεων του άρθρου 18, οι οποίες εξυπηρετούν τρέχουσες κομματικές σκοπιμότητες, ανοίγει το παράθυρο σε μελλοντικές αναθεωρήσεις και αλλαγές του Οργανισμού. Εκλείπει, συνεπώς, η οφειλόμενη θεσμική σταθερότητα του Οργανισμού του ΥΠΕΞ και προδιαγράφεται και πάλι το παλίμψηστο των ευκαιριακών ρυθμίσεων.

7) Το άρθρο 111 (ιδίως η παρ. 2) του σνΟ εντάσσει σε καθεστώς προσωποπαγών θέσεων το σύνολο των σήμερα υπηρετούντων στον Κλάδο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων, ακόμη και τους ήδη φοιτούντες στο αντίστοιχο τμήμα της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης. Δημιουργείται συνεπώς για δεκάδες νέους υπαλλήλους του Κλάδου ΟΕΥ, πτυχιούχους, γλωσσομαθείς και με όχι αμελητέα επαγγελματική εμπειρία, η προοπτική μιας πολυετούς (25 – 35 χρόνια) αδιέξοδης επαγγελματικής «εξέλιξης» μέσα στο στείρο καθεστώς της προσωποπαγούς οργανικής θέσης.
Πρόκειται για καινοφανή και μη-λειτουργική επιλογή του σνΟ, το μείζον ελάττωμα της οποίας είναι ότι πρόκειται για πολιτικό λάθος. Υπερτιμά η εν λόγω ρύθμιση τον όλως συγκυριακό πολιτικό συσχετισμό του σήμερα και επιχειρεί να τον επιβάλει σε βάθος δεκαετιών. Ταυτόχρονα, συνασπίζει εκόντες άκοντες όλους τους υπηρετούντες ΟΕΥ, καθώς δεν δίδεται στους νεότερους διέξοδος, μέσω μιας μεταβατικής ρύθμισης (= ad hoc εξεταστική εισαγωγική δοκιμασία) για την ένταξή τους στον Διπλωματικό Κλάδο. Η ρύθμιση του άρθρου 111 του σνΟ υπονομεύει την απαραίτητη ενότητα στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας και σπείρει κεντρόφυγους ανέμους στο ΥΠΕΞ. Δεν θα πρέπει η ΕΔΥ να αδιαφορήσει για τις θυελλώδεις παρενέργειες που δεν θα βραδύνει να έχει η σχετική ρύθμιση. Απαιτείται, εν προκειμένω, βιώσιμος συμβιβασμός.


Με συναδελφικούς χαιρετισμούς
Γεώργιος Αϋφαντής
Σύμβουλος Πρεσβείας Α΄